- κοίνωμα
- κοίν-ωμα, ατος, τό,A intercourse, esp. sexual, Dionys.Minor 1, cf. Socr.Ep.35, 36.2 gloss on δαμώματα, Hsch.II mortised joint, Ph.Bel.57.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοίνωμα — κοίνωμα, τὸ (Α) [κοινώ] 1. ερωτική ομιλία, συνεύρεση, συνουσία 2. σύνδεσμος, αυλακωτός αρμός … Dictionary of Greek
κοινωμάτων — κοίνωμα intercourse neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινώμασι — κοίνωμα intercourse neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινώματα — κοίνωμα intercourse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωμάτιο — το (Α κοινωμάτιον) νεοελλ. είδος αμφικέφαλου ήλου για μόνιμη ήλωση μεταλλικών ελασμάτων, κν. περτσίνι αρχ. σιδερένιος αρμός, δεσμός, σύνδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίνωμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek